-
1 ставка /
1. (денежный взнос) η τιμ/ή 2. (процентная) (банк.) το επιτόκιο. II. (очная) η αντιπαράσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ставка /
-
2 гармоника
1. (колебание с частотой, кратной основной частоте, или периодическая функция)η αρμονική κύμανση, высшая - ανωτέρα - 2. муз. το ακορντεόν, (губная) η φυσαρμόνικαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гармоника
-
3 гипотеза
η υπόθεσ/η, η εικασίαстроить - ы κάνω - εις, υποθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гипотеза
-
4 мысль
мысл||ьж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα. -
5 предпосылка
предпосылкаж ἡ προί)πόθεση [-ις] / филос. ὁ ὅρος (συλλογισμού).· основная \предпосылка ἡ βασική προϋπόθεση· \предпосылка успеха ἡ προϋπόθεση τής ἐπιτυχίας. -
6 мысль
-и θ.1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•светлая мысль φωτεινή σκέψη•
остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•
предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•
странная мысль παράξενη σκέψη•
погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•
у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•
у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•
мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.
2. ιδέα γνώμη, άποψη•мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•
основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•
это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•
у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.
|| υπόνοια, υπόθεση•я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.
εκφρ.образ -ей – τρόπος σκέψης•иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.